Ο ΨΙΘΥΡΟΣ ΤΩΝ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΩΝ

Συγγραφέας: ΙΒΕΤ ΜΑΝΕΣΗ, Εκδότης: ΨΥΧΟΓΙΟΣ, Έτος πρώτης έκδοσης: 2014

Ο ΨΙΘΥΡΟΣ ΤΩΝ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΩΝ

Η Δάφνη, κόρη Ελλήνων μεταναστών, κυνηγά το αμερικανικό όνειρο, ωστόσο αισθάνεται σαν να λείπει κάτι από τη ζωή της. Παγιδευμένη ανάμεσα στις οικογενειακές παραδόσεις και τις απαιτήσεις της καριέρας της, δεν μπορεί να αποφασίσει πού ανήκει. 

Μόνο η αγαπημένη της γιαγιά, που μένει στην Ερεικούσσα, ένα μαγευτικό νησάκι βόρεια της Κέρκυρας, τη νιώθει και της συμπαραστέκεται. Οι πιο πολύτιμες αναμνήσεις της Δάφνης είναι οι στιγμές που περνούσε στην κουζίνα με τη γιαγιά της, μαγειρεύοντας και μαθαίνοντας τους αρχαίους μύθους. Και οι κουβέντες της ηλικιωμένης γυναίκας ήταν αυτές που την παρηγόρησαν μετά τον αναπάντεχο θάνατο του άντρα της. 

Ύστερα από χρόνια και αγώνες προκειμένου να μεγαλώσει το παιδί της και να επιβιώσει, η Δάφνη, ιδιοκτήτρια εστιατορίου πια και φημισμένη σεφ, είναι αρραβωνιασμένη με έναν πλούσιο και γοητευτικό άντρα – έχει όλα όσα επιθυμούσε. Ωστόσο, από την άλλη άκρη του ωκεανού, η γιαγιά φαίνεται να ξέρει ότι η τέλεια ζωή της εγγονής της δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Και όταν η Δάφνη επιστρέφει επιτέλους στην Ερεικούσσα, η γιαγιά αποφασίζει να μοιραστεί μαζί της μυστικά από το παρελθόν, ιστορίες πολέμου και τόλμης απέναντι στον θάνατο, καθώς και ένα τελευταίο μάθημα: η ασφάλεια δεν είναι συνώνυμο της αγάπης και η ζωή μπορεί και πάλι να αποκτήσει νόημα. 

Μύθοι, μαγεία, χρώματα και αρώματα συνδυάζονται σε μια ατμοσφαιρική ιστορία για το παρελθόν και το παρόν, την οικογένεια και τη μοίρα, τον έρωτα και τα όνειρα.

 

…και δυο λόγια από τη συγγραφέα:

Το σπίτι του παππού και της γιαγιάς μου

Στέκομαι στην αυλή του σπιτιού του παππού και της γιαγιάς μου με τον σύζυγο και τα παιδιά μου. Ο ουρανός από πάνω μας έχει το βαθύ γαλάζιο χρώμα του Ιονίου Πελάγους, ενώ ο αέρας είναι ξηρός και ζεστός, ευωδιάζοντας γιασεμί, δεντρολίβανο και τριαντάφυλλα. Μια χορωδία από μέλισσες και το περιστασιακό γκάρισμα του γαϊδάρου μάς κάνουν καντάδα, σε συνδυασμό με τον ρυθμικό παφλασμό των κυμάτων στο βάθος.

Κάτω από τα πόδια μας, όμως, το κάποτε ολόλευκο πεζοδρόμιο είναι ραγισμένο και γέρνει επικίνδυνα. Η κάποτε φωτεινή ροδακινή μπογιά του σπιτιού του παππού μου τώρα φουσκώνει και ξεφλουδίζει. Και οι κλειδαριές σε όλες τις πόρτες έχουν σφαλίσει ερμητικά από τη σκουριά.

Στέκομαι με τον σύζυγο και τα παιδιά μου στην αυλή του σπιτιού όπου γεννήθηκε ο παππούς μου. Αυτό είναι το σπίτι που αποχωρίστηκε το 1940, όταν άφησε το ρημαγμένο από τον πόλεμο νησί μας και πήγε στην Αμερική για να μαζέψει χρήματα και να φέρει εκεί την οικογένειά του. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, όμως, ο παππούς δεν μπορούσε να επιστρέψει, και η γιαγιά μου έμεινε να μεγαλώνει μόνη σε αυτό το σπίτι δύο μικρά παιδιά, πρώτα υπό ιταλική κι έπειτα υπό γερμανική Κατοχή.

Σε αυτό το σπίτι, μου είπε πει η γιαγιά μου, ήταν που έγινε φίλη με μια νεαρή Εβραιοπούλα, με το όνομα Ρόζα, που κρυβόταν από τους Ναζί. Η Ρόζα κι η οικογένειά της είχαν δραπετεύσει στο μικρό νησάκι μας, την Ερεικούσα, όταν οι Ναζί συγκέντρωσαν όλη την εβραϊκή κοινότητα της Κέρκυρας και έστειλαν σχεδόν 2.000 Έλληνες Εβραίους στο Άουσβιτς, σφραγίζοντας με μοιραίο τρόπο μοίρα τους.

Ο πατέρας μου θυμάται τη γιαγιά να λάμπει από χαρά κάθε φορά που την επισκεπτόταν η Ρόζα, πάντα υπό την προστασία του σκοταδιού βέβαια, οπότε κι ήταν ασφαλές να βγει από την κρυψώνα της. Παρά τις προειδοποιήσεις των Γερμανών ότι όποιος συλλαμβανόταν να κρύβει ή να βοηθάει Εβραίους θα θανατωνόταν μαζί με όλη του την οικογένεια, κάθε βράδυ η γιαγιά άνοιγε τις πόρτες και υποδεχόταν τη Ρόζα. Τις ίδιες αυτές πόρτες που είναι τώρα σκουριασμένες και σφαλισμένες.

Ύστερα από πολλές προσπάθειες, ο σύζυγός μου, ο Ντέιβ, καταφέρνει να ανοίξει μια πόρτα. Οδηγώ τα παιδιά μου στο αραχνιασμένο σπίτι μας, που έχει μείνει άδειο κι κλειστό από τότε που πέθανε η γιαγιά μου, είκοσι χρόνια πριν. Τους δείχνω τη συλλογή των φωτογραφιών, άλλες σε τόνους σέπια άλλες έγχρωμες, που διηγούνται την ιστορία της μετανάστευσης της οικογένειάς μας.

Γνέφω στα παιδιά μου να με ακολουθήσουν στην κρεβατοκάμαρα της γιαγιάς και τους δείχνω τα αγαπημένα της εικονίσματα, που κρέμονται ακόμα στους τοίχους. Τους λέω πώς προσευχόταν κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, κάνοντας τον σταυρό της και πάντα ευχαριστώντας τον Θεό, ακόμα κι όταν δυσκολευόταν να βρει κάτι για το οποίο τον ευχαριστούσε.

Η γιαγιά κι ο παππούς πάλεψαν και μόχθησαν για να έχω εγώ μια καλύτερη ζωή. Χάρη στις δικές τους θυσίες, κάθε όνειρο που έκαναν για μένα, κάθε προσευχή που έκαναν για μένα, έγινε πραγματικότητα.

Δούλεψαν αγόγγυστα για να μορφωθώ – και μορφώθηκα. Κι όμως, ύστερα από τόσο πτυχία και πανεπιστήμια, ξέρω ότι τα σημαντικότερα και πολυτιμότερα μαθήματα δεν τα πήρα σε υποφωτισμένες αίθουσες διαλέξεων αλλά εδώ ακριβώς, σε αυτό το ταπεινό σπίτι, ανάμεσα σε αυτούς τους ραγισμένους και ξεφλουδισμένους τοίχους.

Η γιαγιά κι ο παππούς μου άφησαν τους φίλους τους, την οικογένειά τους και το αγαπημένο τους νησί ώστε να μπορέσω εγώ να γεννηθώ στη γη της επαγγελίας. Παρ’ όλα αυτά, ό,τι κι αν γράφει το διαβατήριό μου, το μικρό και μαγικό αυτό νησάκι θα είναι πάντα για μένα η πραγματική μου πατρίδα.

Κλείνοντας τη σκουριασμένη πόρτα πίσω μου και βγαίνοντας ξανά στον ζεστό απογευματινό ήλιο του νησιού, κοιτάω ψηλά τα επιβλητικά κυπαρίσσια που «σκίζουν» τον λαμπερό γαλανό ουρανό και στέκουν περήφανα εδώ κι εκατό χρόνια στην αυλή του σπιτιού της οικογένειάς μας.

Στο μυθιστόρημά μου Ο ΨΙΘΥΡΟΣ ΤΩΝ ΚΥΠΑΡΙΣΙΩΝ, η γιαγιά λέει στη Δάφνη: «Όταν θα νιώθεις χαμένη και θα χρειάζεσαι καθοδήγηση, απλώς άκου τις φωνές των προγόνων σου ανάμεσα στο θρόισμα των κυπαρισσιών, να σου τραγουδούν και να σε καθοδηγούν». Παρακολουθώ τα πράσινα φύλλα να στροβιλίζονται στο απογευματινό αεράκι, χαμογελώ και ψιθυρίζω Ευχαριστώ. Ξέρω ότι η γιαγιά κι ο παππούς με ακούν, όπως και εγώ ακούω το σιγανό τους τραγούδι στο ζεστό, απογευματινό αυτό αεράκι.

Ιβέτ Μάνεση

Βρίσκεται σε: Λογοτεχνία