Χιουμοριστικό διηγηματάκι Του Γιώργη Κασιμάτη - Δρυμωνιάτη

Είντα φωνάζουνε καμπόσοι και δεν συμφωνούνε με τσι ιδιωτικοποιήσεις;Δεν μπορώ να τσοι καταλάβω. Εδώ βρε, στο νησί μας, πριν μερικά χρόνια μέχρι και οι εκκλησίες ήτανε ιδιωτικές.Για ρωτάτε αυτούς που τσις είχανε, τι καλά ήτανε.Να λαδάκι τσάμπα, να προσπορές, να και κρασί.Ούτε τα κόλλυβα δεν πααίνανε πεταμένα.Αν ήτανε καλοφτιαγμένα τα τρώγανε τα παιδία, μα και κακά να ήτανε πάλι πιάνανε τόπο.

Τα τρώγανε οι κότες. Και οβολούς ρίχνανε οι πιο παλαβοί και νομίζανε μάλιστα πως τσοι παίρνει ο Θεός. Σιγά μην έχει ανάγκη ο Θεός από παράδες-μεγάλο τ’όνομάτου.Τοαφεντικότσηεκκλησίαςτσοιέπαιρνεκιέκανεέργατάχαμου, έκανε και κοιλούρες θερίες, σαννάχεικαταπιείολόκληρογλυκοκολόκυθο. Αυτά τάχανε προσέξει, που λέτε, δύο φιλαράκια Καλαμίτες- οι Καλαμίτες, να το ξέρετε, είναι όλοι τους πολλοί πονηροί και έξυπνοι κι ας κάνουμε τσοι μπούφους -και σου λέει, για είντα να μην χτίσομε κι εμείς μία εκκλησία να τα οικονομήσομε ;Εκάτσανε και το εσκεφτήκανε πολλές μέρες και καταστρώσανε ένα σχέδιο δαιμονικό. Μέχρι και θάματα είχανε σχεδιάσει.Θα δεις σου λέει πελατεία, δεν θα ξέρομε είντα να τσοι κάμομε. Ο Αντώνης είχε μία εικόνα παλαία, από τον παππού του, τον άγιο Πολύκαρπο κι ο συνέταιρός του ο Σταμάτης είχε ένα χωράφι απάνω σε δρόμο, μέσα στο χωρίο, μέρος καλό.Σκεφτήκανε λοιπόν να πάνε να θάψουνε την εικόνα στο χωράφι και πέρα την άνοιξη που θα χορτάριαζε το σκαμμένο, θα βλέπανε τ’ όνειρο.

 

Πραγματικά, Μάης μήνας θάτανε όταν ένα πρωί ακούστηκε η φωνή του Αντώνη να ντελαλεί:

-Ακούτε με χωριανοί, ακούτε, είδα τον άγιο Πολύκαρπο στον ύπνο μου και μου είπε ναρθείτε όλοι σας να μα βοηθήσετε να  πάμε στο χωράφι του Σταμάτη, μέσα στο χωρίο, να σκάψομε και θα βρούμε, λέει, μία εικόνα δική του, θαματουργή. Εκειά, λέει, να βοηθήσετε να χτίσομε ευτύς μία εκκλησία  στη χάρη του και να κάνομε καλά, λέει, εγώ, που μου φανερώθηκε κι ο Σταμάτης, που είναι δικό του το χωράφι. Κι εκείνος, λέει, όπως το λέει και τ’όνομά του θα στείλει στο χωρίο μας μεγάλη ξυλοκαρπία κι απ’ όλους τσοι καρπούς θα στείλει και τα ζουλοπρόβατά σας λέει θα λαστούνε όλα και κανένα δεν θα ξερογεννήσει, ούτε θα μονοβυζιάσει κι οι μπαρμπάδες σας, λέει, από την Αστραλία σωρό τα τσέκια θα σας τα στείλουνε .Μεγάλο τ’όνομά του, χωριανοί, τρεχάτε να βοηθήσετε.

 Την άλλη μέρα ντελάλησε τα ίδια και στη Χώρα και στο Καψάλι, σε μία βδομάδα ολοστά είχε σώσει κι έλεγε τ’ όνειρο. ΟΣταμάτηςείχεβγειστηγύρακιεμέτρατοπωςτοπήρε οκόσμος.

-Ακούσατε είντα ονειρεύτηκε ο Αντώνης;

-Ναι , μεγάλοτ’ όνοματ’ αγίου...Εινταλώς τον είπε;

-Αγιος Πολύκαρπος, θα χορτάσομε καρπό.

-Και θα το δώσεις το χωράφι, μπρε, ανέ βρεθεί;

-Μπορώ να κάμω κι αλλιώς. Αφού το επιτάσσει η χάρη του!

-Καλά θα κάμεις.Εγώ θα βάλω τον ασβέστη.

Είδανε πως η δουλειά επάαινε καλά, κάτσανε και συμπληρώνανε το σχέδιο.

-Θα φυτέψομε ένα κλήμα, Σταμάτη, απόξω κι όταν θα το κλαδεύομε, θα περνούμε τσι βέργες από τον τοίχο και θα τσι φέρνομε ίσια στα μάτια τση εικόνας να δακρύζει κανένα μήνα.Μεγάλο θάμα.

-Θα δένομε και ταγάρες τη νύχτα στα σκοινίατση καμπάνας, να τσι φουσκώνει ο βοριάς τη νύχτα, να τραβά τα σκοινία να σημαίνουνε, να δεις σταυροκοπήματα.

-Βρε από τη Μάνη θα μας κουβαληθούνε οι Χριστιανοί.Να μην αβασκαθούμε .Φοβερή ιδέα είχαμε.

Ορίσανε λοιπό πως το Σάββατοθα πααίνανε για το ξέθαμα.Μαζεύτηκε κόσμος και κοσμάκης. Άντρες με μπίγκους και με φτιάρια και μαζί και τα μαντήλια στο χέρι, έτοιμα να σκουπίσουνε τα δάκρυα τση συγκίνησης. Ω του θαύματος δεν αργήσανε και πολύ, αφού θυμόντουσαν το μέρος.Τον ανακάλυψε ο Αντώνης.

-Εντονέ, μας εφανερώθηκε επιτέλους.

Έβαλε την εικόνα χάμω και την επροσκύνα και σταυροκοπιότανε κι έκανε βαθιές μετάνοιες κι από γύρω όλος ο λαός τα ίδια έκανε και δεν πίστευε στα μάτια του. Εφτιάξανε μάνι-μάνι ένα κονοστάσι και τοποθετήσανε την εικόνα κι απέ οι δύο συνέταιροι φύγανε για τη Χώρα, να πάνε στο Δεσπότη να του ζητήσουνε την άδεια για ν’αρχίσει από Δευτέρα το χτίσιμο.

Ο Δεσπότης, που τους ήξερε καλά και τους δύο, κάπως την ψιλιάστηκε τη δουλειά. Κάτσε σου λέει να τσοι δοκιμάσω.

 -Τέκναμου, τους λέει, θα σας έδινα ευχαρίστως την άδεια, αλλά ο άγιος που σας εφανερώθηκε δεν είναι από τσοι δικούς μας, είναι Καθολικός.Κι όπως καταλαβαίνετε δεν μπορούμε να χτίσομε εκκλησία σε καθολικό άγιο.

Τα χάσανε και οι δύο.Ο Αντώνης πήγε να πει εντάξει μα δεν επρόκαμε.Γυρνά τα χέρια κατά πάνω του ο Σταμάτης και γιομάτος αγανάχτηση άνοιξε διάπλατα όλα τα δάχτυλά του.

 -Νάσου, μωρέ μουσκάρι, σαράντα χιλιάδες αγίους έχει η ορθοδοξία, τον άγιο Πολύκαρπο που είναι καθολικός, αυτόνε ηύρες μωρέ να θάψεις;Φτούσου να μου χαθείς.

 Πήρε δρόμο ο Αντώνης να μην του τραβήξει καμμία ο Δεσπότης με την πατερίτσα κι από πίσω ο Σταμάτης ολοδράμουντος κι αυτός.Ούτε θάματα, ούτε πράμα.

Το κακό είναι πως μετά από καμπόσες μέρες του φανερώθηκε στ’ αλήθεια ο άγιος στον ύπνο του τ’ Αντώνη και του είπε, λέει, να πάει να γκρεμιστεί από το Κάστρο για να σωθεί από την αμαρτία που έκαμε.Ευτυχώς που του ‘κοψεκαιπήγεκαιτοείπεκαιτούτοτ’όνειρότουστοΔεσπότηκιεκείνος τον επισογύρισε.

-Αφού σου είπα πως είναι καθολικός, του είπε, είντα ονείρα τα μου λέεις. Πάαινε σπίτι σου και μην τον ακούεις.

Ευτυχώς, ειδάλως μπορεί και να είχε τσινίξει από το Κάστρο.

Εδώ που τα λέμε, είναι μεγάλη αποκοτία, δεν είναι εύκολη δουλειά η ιδιωτικοποίηση. Ακόμα και οι πονηροί, σαν τσοι Καλαμίτες, ακόμα κι αυτοί μπορεί να τηνε πατήσουνε και να πάει στράβι η επένδυση.   

 

 

Από τη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο:

ΚΟΥΡΙΟΖΙΚΕΣ ΤΣΙΡΙΓΩΤΙΚΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ

Εκδόσεις «ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ» Αθήνα, 1999

Συγγραφέας:Γεώργιος Κασιμάτης - Δρυμωνιάτης
Εκδότης:
Χορεύουν τα κόκκινα

To "Χορεύουν τα κόκκινα" είναι η τέταρτη λογοτεχνική περιπλάνηση του βραβευμένου δημοσιογράφου Ηλία Π. Γεωργάκη.

Οι ανθρώπινες σχέσεις, ο έρωτας, η περιπέτεια της ζωής, η μοναξιά, η καθημερινότητα έρχονται να προστεθούν στην αναζήτηση, στην αγωνιά για ένα καλύτερο αύριο. Και πάντα -μόνιμος χορηγός ονείρων - η Λευκάδα.

Συγγραφέας:Ηλίας Π. Γεωργάκης
Εκδότης:Άγκυρα
Χόρεψε στη βροχή

Η Μυρτώ, μια αθεράπευτα ρομαντική εικοσιτριάχρονη, προσπαθεί να ξεπεράσει την προδοσία του ενός και μοναδικού όπως νόμιζε έρωτά της, ενώ παράλληλα παλεύει να απαγκιστρωθεί από την προσκόλλησή της στην αρρωστημένη οικογένεια της. Ο πατέρας της, επαρχιώτης, νεόπλουτος, αυταρχικός και εγωιστής, μονίμως απών με τη δουλειά και τις ερωμένες του. Η μητέρα της, ένα άβουλο πλάσμα, παλεύει με τους δικούς της δαίμονες και υπομένει αγόγγυστα τις απιστίες του άντρα της. Ο μεγαλύτερος αδερφός της, αντιδραστικός και δυναμικός, κάνει την επανάστασή του και φεύγει για την Αμερική, όπου εκτινάσσεται επαγγελματικά, αλλά ο εθισμός του στα ναρκωτικά τον διαλύει. Μόνιμη παρηγοριά και στήριξή της η παιδική της φίλη, η δημοσιογράφος Τζένη. Ο έρωτας θα της χτυπήσει ξανά την πόρτα, μα η Μυρτώ, φοβισμένη, θα τον διώξει μακριά. Κι ενώ η ζωή θα δείχνει ολοένα το σκληρό της πρόσωπο, μέσα από τις σκιές της νύχτας θα ξεπροβάλει το παρελθόν για να φωτίσει τούτη τη φορά το μέλλον.

Συγγραφέας:Ρόμυ Παπαδάτου
Εκδότης:Κουκκίδα
Χρόνια Πολέμου και Κατοχής - Μια Άγνωστη Ιστορία

Ο Κώστας Δαφνής γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1911. Ήταν ιστορικός, εκδότης και δημοσιογράφος. Από νωρίς ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη φιλολογική και ιστορική έρευνα. Το 1927, μαθητής ακόμα, ίδρυσε τον Φιλολογικό όμιλο Νέων Κερκύρας, το 1929 δημοσίευσε το πρώτο του κείμενο στο περιοδικό του Γρηγορίου Ξενόπουλου «Νέα Εστία». Το 1932 εξέδωσε στην Αθήνα, μαζί με τον Κ.Θ.Δημαρά και τον Λώρο Φαντάζη, το περιοδικό «Δελτίο Κριτικής» και στην Κέρκυρα όπου εγκαταστάθηκε στη συνέχεια εξέδωσε τις εφημερίδες «Κερκυραϊκό Βήμα» (1934-1940), «Κερκυραϊκά Νέα» (1944-1981), «Τηλέγραφος» (1958-1980). Το 1945 εξέδωσε το λογοτεχνικό περιοδικό «Φιλολογικά Νέα». Το 1951 εξέδωσε τα «Κερκυραϊκά Χρονικά», ετήσιο τόμο ιστορίας, λαογραφίας και τέχνης. Το 1952 ήταν ο πρωτεργάτης της ίδρυσης της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, το 1972 ιδρυτικό στέλεχος του κέντρου ερεύνης και διεθνούς επικοινωνίας «Ιόνιος Ακαδημία». Στη διάρκεια της ιταλικής κατοχής της Κέρκυρας παρέμεινε κρατούμενος των Ιταλών σε διάφορα στρατόπεδα. Με δική του πρωτοβουλία η Ε.Κ.Σ. φρόντισε για την απαλλοτρίωση και την αναπαλαίωση του σπιτιού στην οδό Αρσενίου όπου έζησε κατά το μεγαλύτερο μέρος της παραμονής του στην Κέρκυρα ο Διονύσιος Σολωμός, το οποίο σήμερα στεγάζει το Μουσείο Σολωμού. Θεωρούσε ως έργο ζωής την ιστορική αποκατάσταση του εν πολλοίς παρεξηγημένου προσώπου του Ιωάννη Καποδίστρια, προχωρώντας στην δημοσίευση του «Αρχείου Καποδίστρια», το οποίο δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει εξαιτίας του θανάτου του. Πέθανε στις 9 Ιουλίου 1987.

Συγγραφέας:Κώστας Δαφνής
Εκδότης:Κέρκυρα 1944