Σύνοψη του βιβλίου «Κεφαλονίτικη μεταφυσική»

Κεφαλονίτικες ιστορίες που ξεδιπλώνονται από το 1728 μέχρι το 1896, από το Ληξούρι και το Αργοστόλι μέχρι τη Λόντρα και την Πάτρα, πάνω στον πολιτικό ανεμοστρόβιλο που ξέσπασε στο νησί όταν έπεσε η Βενετιά, πάνω στα ήθη και έθιμα, στη σταφίδα, στο κρασί, στο εμπόριο, στη ναυτιλία, στη μουσική, στο θέατρο, στη μαγειρική και στο μυστικό που λέει τι γίνονται οι Κεφαλονίτες άμα πάνε καλιά τσου. Ένα άγνωστο φωτογραφικό πορτραίτο (βλ. ανωτ.) του Ανδρέα Λασκαράτου, σε πολύ νεαρότερη ηλικία από αυτήν της γνωστής φωτογραφίας που κυκλοφορεί, βοηθάει στο ζωντάνεμα της εποχής και των διασκεδαστικών ιστοριών που αφορούν τους γονείς του και τον αδελφό του. Τις κεφαλονίτικες ιστορίες μπορούν να τις διαβάσουν (με δικό τους ρίσκο) και κανονικοί άνθρωποι.

 

Απόσπασμα βιβλίου

—Ζαμπελάκι! Πού είσαι, Ζαμπελάκι;

—Ορίστε, κυρά, μισό λεπτό, απάντησε το Ζαμπελάκι, που άφησε το φτερό46 και το ξεσκονόπανο για να πάει δελέγκου47 στη σιόρα Άντζολα.

—Άκου με προσεχτικά, Ζαμπελάκι. Θα φορέσεις τα καλά σου και θα πας στη σιόρα Μπεμπέτα την Παναγάκαινα, και θα τση πεις καθαρά, κομπολογάτα, όχι μονοκοπανιά: «Καλήν ημέρα να έχετε, σιόρα Μπεμπέτα. Μ’ έστειλε η κυρά μου, η σιόρα Άντζολα, να σας ειπώ πολλά χαιρετίσματα και να ερωτήσω αν σας είναι βολικό να σας βιζιτάρει η κυρά μου την Πέμπτη στις έξι το απόγευμα ή όποτε θέλετε εσείς». Για να δούμε τώρα, τι θα πεις στη σιόρα Μπεμπέτα;

Ακολούθησαν διάφορες σκηνές, αρκετά κωμικές, αν τσι έβλεπε κανείς, με την Άντζολα σε ρόλο σκηνοθέτη θιάσου να ορμηνεύει48 το Ζαμπελάκι:

—Όχι έτσι, Ζαμπελάκι μου, στητή, μην καμπουριάζεις, μην κοιτάς στα μάτια, όχι με μια ανάσα, δε σε κυνηγάει κανένας. Μη λαχανιάζεις! Ξανά, τι είπαμε θα πεις;

Έφτασε η μέρα τση βίζιτας κι η σιόρα Άντζολα ντύθηκε, παρφουμαρίστηκε, σημαιοστολίστηκε και συνοδευόμενη από την Ανεζίνα, χτύπησε τον μπαταδούρο49 του πορτονιού του Κοσπετέικου. Άνοιξε η Μαργαρίτα, έμεινε η Ανεζίνα στο ιντρόιτο50, πέρασε η Άντζολα στο σαλόνι και εμφανίσθηκε η σιόρα Μπεμπέτα, τάχα μου εγκάρδια, αλλά στο βάθος φιδοτρωότουνε51 τι να γυρεύει η φιλενάδα τση η Άντζολα. Ακολούθησαν χαιρετισμοί, ασπασμοί –στον αέρα, να μη φύγει η πούδρα τση Βισβάρδαινας52–, κομπλιμέντα και τυπικές κουβέντες, ούλα σκηνοθετημένα και χορογραφημένα, και κάποια στιγμή η Άντζολα, αφού έφαγε σπιτικό κομφέτο53 από μούστο και σύκα και ήπιε τεντούρα54 του Πολυκαλά55, από το κρουσταλένιο μπικερίνι, πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε:

—Ίσως και να πρόσεξες, Μπεμπέτα μου, ότι τόμου αρραβωνιάστηκε η Φορτουνάτα, δεν ήρτα για τα συγχαρίκια, παρόλο που ξέρεις τι στίμα56 και τι αγάπη σου έχω. Όμως ακριβώς επειδή σ’ αγαπάω, γι’ αυτό και έρχομαι τώρα. Όσο κι αν είναι παράξενο, τώρα είναι η σωστή ώρα για συγχαρίκια, γιατί η Φορτουνάτα γλύτωσε από έναν άνθρωπο που θα τση μαύριζε τη ζωή, θα τη χαντάκωνε, έναν τζογαδόρο, ένα υποκείμενο που θα τση έτρωγε την προίκα τσι μαντενούτες57 που…

Η σιόρα Μπεμπέτα σηκώθηκε απ’ τον καναπέ εμβρόντητη και άσπρη σαν το πανί.

—Μη συνεχίζεις, σε παρακαλώ, Άντζολά μου!

—Μα θέλω να πω, Μπεμπέτα μου, να μη στενοχωριέσαι γιατί…

—Σταμάτα, σου λέω, Άντζολά μου! Σταμάτα! Τα ξαναφτιάξανε τα παιδιά!

Η Άντζολα σταμάτησε, η καρδία τση σταμάτησε, η ώρα σταμάτησε, ούλα σταμάτησαν. Ούτε κατάλαβε πώς χαιρέτισε τη σιόρα Μπεμπέτα και πώς βρέθηκε στον δρόμο με την Ανεζίνα. Ευτυχώς τη χτύπησε λίγος φρέσκος αέρας κι άρχισε να συνέρχεται. Τση φάνηκε λίγο περίεργο, καθώς περπατούσαν οι ώμοι τση Ανεζίνας σαν να ανεβοκατέβαιναν λιγουλάκι. Δεν ήτουνε όμως λόξιγκας, η Ανεζίνα προσπαθούσε να πνίξει ένα γέλιο που της ανέβαινε ορμητικά στον λαιμό. Γι’ αυτό δεν μπορούσε και να μιλήσει. Πρώτη βολά έβλεπε με τα μάτια τση η Ανεζίνα αυτό που λένε «βρεμένη γάτα». Έμεινε το πάθημα τση Άντζολας στην οικογένεια σαν το «κάζο τση Άντζολας» κι αγαπημένο θέμα για την αξία τση ειλικρίνειας.

46.Φτερό = εργαλείο ξεσκονίσματος, όπου στην άκρη ενός μικρού στυλιαριού δένονται διάφορα φτερά. 
47.Δελέγκου = αμέσως, γρήγορα.
48.Ορμηνεύει = συμβουλεύει. 
49.Μπαταδούρος = μπρούτζινο ή σιδερένιο ρόπτρο (χτυπητήρι) εξώπορτας. 
50.Ιντρόιτο = είσοδος, χολ σπιτιού. 
51.Φιδοτρωότουνε = την έτρωγαν τα φίδια, ανησυχούσε. 
52.Πούδρα τση Βισβάρδαινας = μάρκα ζακυνθινού καλλυντικού. 
53.Κομφέτο = σπιτικό γλυκό. 
54.Τεντούρα = ηδύποτο (λικέρ) βενετσιάνικης καταγωγής σε χρήση στα Επτάνησα και Πάτρα, με κυρίαρχη γεύση κανέλας. 
55.Πολυκαλά = κεφαλονίτικο ποτοποιείο, που αργότερα άνοιξε και στον Πειραιά. Υπάρχει και σήμερα. 
56.Στίμα = εκτίμηση. 
57.Μαντενούτες = οι ερωμένες των οποίων τα έξοδα έχουν αναλάβει οι εραστές τους (βλ. και σημείωση στην ιστορία «Κέφαλος»).

Διαβάστε ΕΔΩ περισσότερα αποσπάσματα

 


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ

ΔΙΟΝΥΣHΣ ΒΙΤΣΟΣ

Κατηγορία: Ελληνική Πεζογραφία

ISBN: 978-960-438-231-6

 

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
ΝΤΙΝΟΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ

Είναι ληξουριώτικης καταγωγής, γεννήθηκε στην Πάτρα το 1945. Διέμενε κοντά στα Ψηλαλώνια, μία αγαπημένη πλατεία της πόλης. Ήλθε στην Αθήνα το 1959, τη χρονιά που κτίζεται η πρώτη πολυκατοικία στην Πάτρα. Είναι παντρεμένος και διαμένει στη Δροσιά Αττικής. Έχει δύο παιδιά, τη Μελισσάνθη και τον Ανδρέα. Σπούδασε νομικά, στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπηρέτησε τη θητεία του στον Ελληνικό Στρατό (Πυροβολικό). Παρακολούθησε μαθήματα ναυτικού δικαίου του καθηγητή N. Healy στο NYU, στη Νέα Υόρκη, όπου και εργάσθηκε στην ίδια πόλη, στο δικηγορικό γραφείο Healy & Baillie. Δικηγόρησε στην Αθήνα και τον Πειραιά. Είναι επίτιμος δικηγόρος Αθηνών παρ’ Αρείω Πάγω. Του έχει απονεμηθεί ο Ανώτερος Ταξιάρχης του Τάγματος του Αγίου Σάββα από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής. Έχει βραβευθεί από τον υπουργό εξωτερικών της Ιαπωνίας για την προώθηση των ελληνοϊαπωνικών σχέσεων.